κολαστήριος

κολαστήριος
-α, -ο (AM κολαστήριος, -ία, -ον και -ος -ον) [κολαστήρ]
1. εκείνος που γίνεται για κολασμό ή ανήκει και αναφέρεται σ' αυτόν, ο σχετικός με την τιμωρία («κολαστήριος δύναμις», Φιλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το κολαστήριο(ν)
α) τόπος τιμωρίας, τόπος βασανισμού («ἐλθόντες δὲ ἐπὶ τὴν εἱρκτὴν καὶ τὸ κολαστήριον», Λουκιαν.)
β) όργανο βασανισμού («κολαστήρια θαλάσσης» — οι μαστιγώσεις τής θάλασσας από τον Ξέρξη, Πλούτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τιμωρία, κολασμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κολαστήριος — house of correction masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστηρίους — κολαστήριος house of correction masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριοι — κολαστήριος house of correction masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήριον — neut nom/voc/acc sg κολαστήριος house of correction masc/fem acc sg κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστικός — ή, ό (AM κολαστικός, ή όν) [κολαστής] ο σχετικός με τον κολασμό, κολαστήριος, κατάλληλος στο να τιμωρεί («τὸ δὲ κολαστικὸν ἐρινυῶδες καὶ δαιμονικόν, οὐ θεῑον δὲ οὐδἐ Ολύμπιον», Πλούτ.) (νεοελλ) αυτός που γίνεται για μετριασμό, περισταλτικός,… …   Dictionary of Greek

  • κολαστηρίοις — κολαστήριον neut dat pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστηρίου — κολαστήριον neut gen sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστηρίων — κολαστήριον neut gen pl κολαστήριος house of correction masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστηρίῳ — κολαστήριον neut dat sg κολαστήριος house of correction masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολαστήρια — κολαστήριον neut nom/voc/acc pl κολαστήριος house of correction neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”